- δαιμονίς
- δαιμονίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιμονίς — η (Α) βλ. δαίμονας … Dictionary of Greek
δαιμονίδας — δαιμονίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίδες — δαιμονίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίσιν — δαιμονίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek